Για 9 κατηγορίες, ωστόσο, η αύξηση θα είναι διπλή, καθώς το νέο ποσοστό θα υπολογιστεί επί της παλιάς σύνταξης του θανόντος και όχι επί της επανυπολογισμένης με βάση την εξίσωση ταυ νόμου Κατρούγκαλου.
Ο νόμος ισχύει από την Παρασκευή 17 Μαΐου όταν δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ. Συνεπώς η αύξηση ξεκινάει να μετράει από τη σύνταξη Ιουνίου, η οποία πληρώθηκε στα τέλη Μαΐου. Ήδπ δηλαδή «τρέχει» ένα μηνιάτικο αναδρομικά και στον ΕΦΚΑ διεξάγεται αγώνας δρόμου ώστε να ολοκληρωθούν όλες οι απαραίτητες τεχνικές λεπτομέρειες και να ξεκινήσουν να καταβάλλονται οι αυξήσεις.
Αν για τεχνικούς λόγους αυτό δεν καταστεί εφικτό να συμβεί με την καταβολή της σύνταξης Ιουλίου, η οποία πληρώνεται τέλη Ιουνίου, τότε οι αυξήσεις θα ενσωματωθούν στο σύστημα πληρωμών αργότερα, αλλά σε κάθε περίπτωση θα μετρούν από τη σύνταξη Ιουνίου. Η αύξηση θα είναι δύο ταχυτήτων:
■ 40% για τους επιζώντες συζύγους εφόσον ο θανών ήταν εργαζόμενος ή συνταξιούχος που είχε συνταξιοδοτηθεί μετά τον νόμο Κατρούγκαλου, δηλαδή μετά τις 13 Μαΐου του 2016 και συνεπώς δεν είχε «προσωπική διαφορά» ή είχε συνταξιοδοτηθεί πριν τον Μάιο του 2016, αλλά η σύνταξή του προκύπτει υψηλότερη με ταν επανυπολογισμό.
■ Διπλή αύξηση που καταλήγει πάνω από 40% εφόσον ο θανών ήταν συνταξιούχος πριν την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου (πριν από τις 13/5/2016) και ανήκε στις κατηγορίες εκείνες των συνταξιούχων που λάμβαναν υψηλές συντάξεις με το παλιό σύστημα, ενώ με το νέο διατηρούν «προσωπική διαφορά». Πρόκειται για συντάξεις που προκύπτουν χαμηλότερες μετά τον επανυπολογισμό του 4387/2016 επειδή ο συνταξιούχος προερχόταν από το Δημόσιο, το ΤΕΒΕ κ.ά.
Αναλυτικά οι χήρες/χήροι που θα πρέπει να περιμένουν διπλή αύξηση είναι όσοι λαμβάνουν σύνταξη θανόντος, ο οποίος ήταν συνταξιούχος πριν από τον Μάιο του 2016 (είχε αποχωρήσει με τον παλιό τρόπο υπολογισμού), πέθανε μετά τον Μάιο του 2016 και ανήκε σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
Συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ (πανεπιστημιακής εκπαίδευσης) που είχε αποχωρήσει με 25 έτη ασφάλισης και άνω.
Συνταξιούχος ΙΚΑ που είχε αποχωρήσει με 35ετία σε ασφαλιστική κλάση από την 20ή και πάνω, είχε δηλαδή συντάξιμες αποδοχές από 1.600 ευρώ και άνω (τεκμαρτά ημερομίσθια).
Συνταξιούχος δημόσιοs υπάλληλος κατηγορίαs ΤΕ (τεχνολογικής εκπαίδευσης) που είχε αποχωρήσει με 25 έτη ασφάλισης και άνω.
Συνταξιούχος δημόσιοs υπάλληλος κατηγορίαs ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) που είχε αποχωρήσει με 28 έτη ασφάλισης και άνω.
Συνταξιούχος δημόσιοs υπάλληλος κατηγορίαs ΥΕ (υποχρεωτικής εκπαίδευσης) που είχε αποχωρήσει με 30 έτη ασφάλισης και άνω.
Συνταξιούχος του ΤΕΒΕ που είχε αποχωρήσει με περισσότερα από 15 έτη ασφάλισης, ασχέτως ασφαλιστικής κλάσης.
Συνταξιούχος του Ταμείου Νομικών, δικηγόρος που είχε αποχωρήσει με 25 χρόνια ασφάλισης και άνω.
Συνταξιούχος του πρ. ΤΣΑΥ (γιατροί, νοσηλευτές, υγειονομικοί) που είχε αποχωρήσει με 25 χρόνια ασφάλισης και άνω.
Συνιαξιούχος του πρ. ΤΣΜΕΔΕ (αρχιτέκτονεs, μηχανικοί κ.λπ.) που είχε αποχωρήσει με 25 έτη ασφάλισης και άνω.
Αναλυτικά, ο νόμος 4611/2019 που ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα προβλέπει
δέσμη 6 διατάξεων που ανατρέπουν με θετικό πρόσημο το καθεστώς των συντάξεων
χηρείας:
■ Το όριο ηλικίας των 55 ετών καταργείται και οι συντάξεις λόγω θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου καταβάλλονται στου επιζώντες συζύγους ανεξάρτητα από την ηλικία τους ακόμη και μετά την παρέλευση τηs 3ετίας.
■ Το ποσοστό αναπλήρωσης που δικαιούνται οι χήρες / χήροι από τη σύνταξη του θανόντος αυξάνεται σε 70% από 50% σήμερα. Αυτό σημαίνει αύξηση κατά 40%του δικαιούμενου ποσού για όλους. Για παράδειγμα, αν η σύνταξη του θανόντος είναι 1.000 ευρώ, η χήρα/ο χήρος δικαιούται από τον φετινό Ιούνιο 700 ευρώ έναντι 500 που δικαιούνταν έως τον Μάιο 2019.
Αντίστοιχα αν η σύνταξη του θανόντος προκύπτει 800 ευρώ, ο επιζών σύζυγος δικαιούται 560 ευρώ έναντι 400. Η αύξηση αυτή είναι 20 ποσοστιαίες μονάδες και μεταφράζεται σε 40% συγκριτικά με το ποσό που έδινε αρχικά ο νόμος Κατρούγκαλου. Την εν λόγω αύξηση δικαιούνται και οι επιζώντες λόγω θανάτου ασφαλισμένου και οι επιζώντες λόγω θανάτου συνταξιούχου.
Ταυτόχρονα καταργείται το «ψαλίδι» από τον
επανυπολογισμό της σύνταξης του θανόντος. Προσοχή, η εν λόγω αύξηση αφορά μόνο
τους θανόντες συνταξιούχους που ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν τον νόμο
Κατρούγκαλου, δηλαδή ήταν ήδη συνταξιούχοι στις 13 Μαΐου
του 2016.
Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με τον νόμο Κατρούγκαλου, αν ο θανών ήταν συνταξιούχος, η σύνταξή του επανυπολογιζόταν με το σύστημα εθνική-ανταποδοτική και αποδιδόταν χωρίς προσωπική διαφορά στον επιζώντα στο 50%. Αυτό το σύστημα οδηγούσε σε διπλή απομείωση τηs νέας σύνταξης.
Στο νέο νομοσχέδιο καταργείται το εν λόγω «ψαλίδι» καθώς προβλέπεται πως αν η σύνταξη τον θανόντος βγαίνει μικρότερη με ταν επανυπολογισμό, το ποσοστό τηs χήρας/του χήρου θα υπολογίζεται στην παλιά υψηλότερου ποσού σύνταξη που καταβαλλόταν στις 12 Μαΐου του 2016. Δηλαδή οι χήροι/χήρες θα μπορούν πλέον να διατηρούν την «προσωπική διαφορά» του θανόντος, εφόσον φυσικά ο θανών ήταν συνταξιούχος στις 13 Μαΐου του 2016.
Αντίθετα αν η σύνταξη βγαίνει υψηλότερη με τον επανυπολογισμό, τότε τα ποσοστά θα υπολογίζονται στη νέα υψηλότερη σύνταξη.
Τα παιδιά δικαιούνται τη σύνταξη λόγω θανάτου ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του και μέχρι τα 24 έτη, ανεξάρτητα από το αν σπουδάζουν ή όχι. Μόνη προϋπόθεση είναι να μην έχουν παντρευτεί.
Εισάγεται ως δίχτυ ασφαλείας το κατώτατο όριο των 360-384 ευρώκαι στις περιπτώσεις των χήρων που εργάζονται και μετά την 3ετία χάνουν το 50% τηs σύνταξης. Υπενθυμίζεται πως όσες χήρες/χήροι εργάζονται, έχουν επιχείρηση ή λαμβάνουν άλλη σύνταξη (π.χ. γήρατος) δικαιούνται τη μισή σύνταξη από αυτή που αρχικά έλαβαν για όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο εργάζονται, αυτοαπασχαλούνται ή λαμβάνουν σύνταξη.
Με τη νέα ρύθμιση αποσαφηνίζεται πως η μισή σύνταξη δεν μπορεί να είναι κατώτερη από 384 ευρώ για θανόντες που είχαν 20 χρόνια ασφάλισης, το οποίο μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος λιγότερο και έως τα 15 έτη, με αποτέλεσμα το κατώτατο όριο να καθορίζεται στα 360 ευρώ τον μήνα για 15ετία ασφάλισης.
Οι νέες ρυθμίσεις καταλαμβάνουν όλες τις συντάξεις χηρείας που έχουν εκδοθεί με τον νόμο Κατρούγκαλου, δηλαδή και τις 45.000 συντάξεις λόγω θανάτου που έχουν υπολογιστεί με τις διατάξεις τον νόμου 4387/2016 και αφορούν θανάτους από 13 Μαΐου του 2016 και μετά.
Πηγή: Εφημερίδα «Έθνος»